κελεοντες

κελεοντες
    κελέοντες
    οἱ брусья ткацкого станка (между которыми натягивалась ткань) Theocr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κελεοντες" в других словарях:

  • κελέοντες — κελέοντες, οἱ (Α) τα δοκάρια τού όρθιου υφαντικού ιστού, τού αργαλειού τών αρχαίων, ανάμεσα στα οποία εκτεινόταν το ύφασμα που ύφαιναν. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με μετοχή ενεστ. ενός αμάρτυρου *κελέω, παρ. ενός επίσης αμάρτυρου *κέλος. (πρβλ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • κελέοντες — κέλλω drive on fut part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) κελέοντες the vertical beams in the upright loom masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελοί — κελοί, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κελέοντες και κελεός] …   Dictionary of Greek

  • κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… …   Dictionary of Greek

  • κελεόντων — κέλλω drive on fut part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) κελέοντες the vertical beams in the upright loom masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελέοντας — κέλλω drive on fut part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic) κελέοντες the vertical beams in the upright loom masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»